Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Επιστροφή στην Δύση και ποιητικό νεύμα...

«Εξωστρέφω» την εσωστρέφεια και δημιουργώ. Νιώθω πως κάτι αλλάζει από ώρα σε ώρα, μέρα με την μέρα. Νιώθω πως ο κόσμος απλώνετε την ώρα που εγώ στενεύω τα όριά μου ενώ ψάχνω την επιστροφή. Διακυμαίνομαι και απλώνω τις χορδές της φωνής μου αναζητώντας το ανάλογο. Ρωτώ απτές αποδείξεις και με τους μήνες αποδεικνύετε πως κατρακυλιέμαι και πάλι προς την Δύση. Κρύβομαι πίσω από τις λέξεις για να μην φανερωθεί η έννοια τους. Αναδιπλώνομαι μόνο με την υπόνοια πως δεν θα είναι αυτό που μπορεί να έχω στο μυαλό μου. Ποιητικό ημερολόγιο μου είπε κάποτε κάποιος αξιόλογος και το επιδοκίμασα. Δοκίμασα να δεχτώ την γλυκύτητα που απορρέει από την προσπάθεια αναγνώρισης. Ματαιότητα φωνάζουν οι άλλοι για την προσπάθεια. Εγώ φωνάζω πείσμα… .Ήθελα ακόμα και με λάθη συντακτικά να υπερισχύω με ποίηση. 

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Σταχυά και καλοκαιρινά όνειρα


Υπήρξα γιος ανθρώπου
κατεβαίνοντας το βουνό
κατάλαβα την ύπαρξή μου.
Με αστερισμούς κρύβω τα όνειρα μου
Την αλήθεια μου κοιτώ κατάματα στον ήλιο.

Υπήρξε στιγμή στον άνεμο
που έλεγα τόσο πώς εγίνει
όπως η βροντή στα σύννεφα πώς λάμπει.

Κατάλαβα το αεράκι
όπως βουβά παίρνει
τα μαλλιά από τον ώμο
Δροσιά

Ένας καφές και ένα βιβλίο
στα χέρια βαστώ την γνώση
Δεν είναι η πρώτη φορά
Τα απόκρυφα διαβάζω
του γνωρίμου

Κοιτώ στα μάτια
τα μάτια άλλων
αυτά πως προσπαθώ να ερμηνεύσω

Την λέξη πιάνω και αφήνω
όπως τα ψάρια στα δίχτυα των ψαράδων
Ημερώνω τον εαυτό
κ' ημερώνοντας, ξημερώνω

Όπως το φτερό το φύλλο
και ι μέλισσα πετά σαν το πουλί
Κοιτώ την απλότητα
Βουβά αναπολώ

Στροφές και ρήματα
στου ονείρου τα κύματα πετώ
Καρδιές και βήματα
και ξάφνου χτυπήματα
στην πόρτα μου θωρώ

Χρυσό και κέντημα
Κερί και μέλισσα
Χάνω τον συνειρμό

Νεάπολη, Αγ. Απόστολοι, Αύγουστος 2014

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Επισκευαστές καρδιών

Χαιρετώ, 

Τον κόσμο που απομακρύνετε σε μια πόλη που θορυβεί. Συγκροτώ τα χέρια μου στις τσέπες και προχωρώ κοιτώντας με το κεφάλι κάτω. Μετρώ. 1, 2, 3 βήματα που ο ρυθμός τους ακολουθεί την σκέψη.

Ρομαντισμός άθελά μου κινητοποιώ την έκτη αίσθηση και συνευρίσκομαι με το σκοτάδι, την σκέψη και λίγο κρασί. Αγνοώ τον θόρυβο.

Έρχεται η άλλη μέρα. Ξεκινάς το πρωί με τον ήλιο που σου καίει τα μάτια. Δεν σου αρέσει η μέρα. Φτάνεις στο ηλιοβασίλεμα, λαχανιασμένη.

Το δροσερό αεράκι κουνάει τα μαλλιά μου, κοιτάω τα σχήματα και τις σκιές των βουνών. Και πίσω κρυμμένος ο ήλιος. Αλήθεια κρύβετε? Λάθος υπόβαθρο. Θα έπρεπε να είναι κολλημένος στην κορυφή του βουνού, μόλις σε εκείνη την στιγμή που αρχίζει να γίνεται ηλιοβασίλεμα, για να μπορέσει να ενεργοποιεί πάντα εκείνο τον ρομαντισμό που σε κάνει να νοσταλγείς.


Ομάδες ανθρώπων διακινούν εμπορεύματα καρδιάς. Ψάχνουν να πλουτίσουν από καρδιές γεμάτες ευτυχία. Τις κρατούν στο παζάρι για μέρες, χρόνια. Υπάρχουν και οι μισο-σπασμένες, εκείνες που είναι για κατασκευή. Αυτές κανένας δεν τις θέλει, κανένας δεν θέλει να τις επισκευάσει. Γιατί να μην αγοράσω μια καινούργια καρδιά, λένε. Οι καινούργιες καρδιές μικρές σε μέγεθος μεγάλες σε χωρητικότητα. Όσο τις χρησιμοποιείς τόσο πιο πολύ ζαρώνουν, ρυτιδώνουν, μαυρίζουν. Ψάχνω κατάστημα επισκευών. Μάταια πλέον, έχουν κλείσει λόγω κρίσης. Οι επισκευαστές κρυμμένοι στα σπίτια τους φτιάχνουν ψεύτικες καρδιές ζωγραφιστές με πολύ χρώμα, δήθεν για να τις κάνουν ζωντανές.